- ενύπνιο
- düş, rüya
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ενύπνιο — το το όνειρο, η ονειροφαντασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονειροπόλημα — το (Α ὀνειροπόλημα) [ονειροπολώ] νεοελλ. 1. το να αφαιρείται κανείς, να απομακρύνεται από την πραγματικότητα και να αναπολεί παλιές ευχάριστες καταστάσεις ή να πλάθει με τη φαντασία του άλλες, καινούργιες 2. φανταστική οπτασία, ονειροφαντασία,… … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
Καχτίτσης, Νίκος — (Γαστούνη Ηλείας 1926 – 1974). Πεζογράφος. Σπούδασε γαλλική και αγγλική φιλολογία. Το 1956 μετανάστευσε στον Καναδά όπου δίδαξε τις γλώσσες αυτές, παράλληλα με τα ελληνικά. Ίδρυσε εκδοτικό οίκο καθώς και το περιοδικό Παλίμψηφος, το οποίο… … Dictionary of Greek